- αποδοχείον
- ἀποδοχεῑον, το (Α) [αποδοχεύς]1. η αποθήκη2. η στέρνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδοχεῖον — storehouse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχεῖα — ἀποδοχεῖον storehouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταποδοχείον — τὸ, Α δημόσια σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποδοχεῖον «αποθήκη»] … Dictionary of Greek